- λουξόμετρο
- τοόργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού φωτισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. luxmetre < lux (< λατ. lux «φως») + metre (< μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.